Επιστροφή χωρίς μετάνοια: είναι δυνατή ενότητα με αιρετικούς και αποστάτες;

Είναι αδύνατο να επιτευχθεί συμφιλίωση με τους μη Ορθόδοξους και εκείνους που έχουν απομακρυνθεί από την Εκκλησία χωρίς μετάνοιά τους. Φωτογραφία: ΕΟΔ Είναι αδύνατο να επιτευχθεί συμφιλίωση με τους μη Ορθόδοξους και εκείνους που έχουν απομακρυνθεί από την Εκκλησία χωρίς μετάνοιά τους. Φωτογραφία: ΕΟΔ

Είναι αδύνατη η συμφιλίωση με τους μη Ορθόδοξους και αποσχισθέντες από την Εκκλησία χωρίς τη μετάνοιά τους και ταυτόχρονη διατήρηση άθικτης της διδασκαλίας της Εκκλησίας

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του Χριστιανισμού, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει συγκλονιστεί πάμπολλες φορές από διάφορες αιρέσεις και σχίσματα που έχουν εμφανιστεί ήδη στην εποχή των αποστόλων. Κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συμβουλίων, η Εκκλησία μας έδειξε πολλούς εργάτες στον τομέα του Χριστού, οι οποίοι, με τη σταθερή πίστη και την αγιότητα της ζωής τους, μαρτυρούσαν την αλήθεια. Όλοι τους θεωρούσαν την Εκκλησία ως το κέντρο της αγιότητας και της αιώνιας ζωής, όπου οι Χριστιανοί, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, αποτελούν το Σώμα του Χριστού (Α Κορ. 12, 12-14, 27). Κάθε μέλος αυτού του Σώματος με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος βρίσκεται σε ζωντανή σχέση με τον Χριστό – την Κεφαλήν αυτού του Σώματος (Κολ. 1,18).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η κοινωνία με τον Θεό, το να είσαι ενωμένος μαζί Του δεν φανταζόταν χωρίς ορθή πίστη και ευσεβής ζωή. Ακόμη και ο Άγιος Ειρηναίος της Λυών τόνιζε ότι «ο νόμος της προσευχής είναι ο νόμος της πίστης». Με άλλα λόγια, η εμπειρία της σωστής προσευχής δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς σωστή πίστη και αντίθετα.

Οι Άγιοι Πατέρες υποστήριζαν ότι η αληθινή θεολογία σχετίζεται πάντα άμεσα με την ηθική ζωή και τη σωστή προσευχή. Έτσι, σύμφωνα με τον Άγιο Νείλο του Σιναΐτη, «αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά, και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πράγματι θεολόγος». Δηλαδή, η προσευχή που ανοίγει την επικοινωνία με τον Θεό είναι αληθινή θεολογία, επειδή η θεολογία δεν είναι πνευματική δραστηριότητα, όχι αναζήτηση «νέων τρόπων», αλλά, πρώτα απ’ όλα, η σωστή πρακτική προσευχής της κοινωνίας με τον Θεό που προκύπτει από τον χριστιανικό ασκητισμό και τη δογματική καθαρότητα. Οι πρώτοι εξέχοντες θεολόγοι της Εκκλησίας ήταν οι ταπεινοί ψαράδες, οι τελώναι και οι σκηνοποιοί...

Η θεολογία δεν είναι πνευματική δραστηριότητα, αλλά η σωστή πρακτική προσευχής της κοινωνίας με τον Θεό. Οι πρώτοι εξέχοντες θεολόγοι της Εκκλησίας ήταν οι ταπεινοί ψαράδες, οι τελώναι και οι σκηνοποιοί.

Δυστυχώς, μια τέτοια κατανόηση της θεολογίας στον σύγχρονο κόσμο βρίσκει όλο και λιγότερους υποστηρικτές. Η θεολογία θεωρείται σήμερα ξεχωρισμένη από τον προσωπικό ασκητισμό, την εμπειρία της ζωής των αγίων πατέρων και παρουσιάζεται ως επιστημονική πειθαρχία. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια συναντάμε όλο και περισσότερο το φαινόμενο της «κοσμικής θεολογίας» και μαζί του συναντάμε «θεολόγους» που δεν πιστεύουν στον Θεό.

Μια τέτοια παραμορφωμένη θεολογία οδηγεί κατά συνέπεια σε διαστρεβλωμένη κατανόηση των θεμελιωδών αρχών του Χριστιανισμού, κάτι που εκδηλώνεται πρωτίστως στην εκκλησιολογία (διδασκαλία για την Εκκλησία) όταν η Εκκλησία δεν θεωρείται ως το Σώμα του Χριστού, αλλά ως ένα είδος κοινωνίας πιστών στον Χριστό, ή ομοσπονδία «μεταχριστιανικών» κοινοτήτων. Βασιζόμενοι σε ψευδείς δογματικές και κανονικές προϋποθέσεις, οι δημιουργοί της «νέας εκκλησιολογίας», εάν προέρχονται από ορθόδοξο περιβάλλον, δημιουργούν εσωτερικά προβλήματα για την Εκκλησία του Χριστού και την ενότητά της. Από την άλλη πλευρά, εάν αυτές οι ψευδείς θεολογικές απόψεις προέρχονται από εκείνους που βρίσκονται εκτός Εκκλησίας, τότε δημιουργούν εμπόδια στην επιστροφή των χαμένων στην Εκκλησία. Αυτό φαίνεται καλά στο σύγχρονο οικουμενικό κίνημα.

Περί οικουμενισμού

Ο οικουμενισμός δεν εμφανίστηκε σήμερα. Οι πρώτες εκδηλώσεις του οικουμενικού κινήματος μπορούν να αποδοθούν σχεδόν στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, όταν οι αυτοκράτορες και οι ιεράρχες της Εκκλησίας έψαχναν τρόπους ενότητας με εκείνους που είχαν απομακρυνθεί από την Εκκλησία με βάση όχι τόσο τη διδασκαλία και την Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά τα πολιτικά ζητήματα ή προσωπικές προτιμήσεις. Βέβαια στην αρχαιότητα δεν υπήρχε συστηματική οικουμενική διδασκαλία. Όμως, δυστυχώς, το κύριο σημείο πολλών ουνιών και συνθηκών με αιρετικούς, κατά κανόνα, ήταν απαίτηση από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς κάποιου απαράδεκτου δογματικού συμβιβασμού.

Οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να ενωθούν εκτός του πλαισίου της πατερικής κατανόησης της ενότητας με τους αποστάτες της Εκκλησίας, οδηγούσαν στην απόρριψη ορισμένων δογματικών αληθειών της Ορθοδοξίας ή αποσιώπηση για αυτά στο όνομα της πολιτικής αρμονίας και της εκκλησιαστικής ειρήνης.

Για παράδειγμα, το 648, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Β´, κατά τη διάρκεια διαμάχης για δύο θελήσεις στον Χριστό, εξέδωσε ένα έγγραφο με τίτλο «Τύπος», δηλαδή «μοντέλο» της χριστιανικής πίστης. Σε αυτό το έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε με τη συμβουλή του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Παύλο Β΄, απαγορευόταν να μιλάνε για μία ή δύο θελήσεις στον Χριστό. Φυσικά, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είδαν στον «Τύπο» την προστασία της αίρεσης του μονοθελητισμού (οι Μονοθελητές δίδαξαν για μία θέληση στον Χριστό), καθώς από τη μία πλευρά αυτή η αίρεση δεν καταδικάστηκε, και από την άλλη, απαγορεύτηκε η διδασκαλία για δύο θελήσεις στον Ιησού Χριστό. Όλοι οι διαφωνούντες με το έγγραφο υπέστησαν σοβαρές διώξεις. Για την άρνηση αναγνώρισης του «Τύπου» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Β΄ μαρτύρησαν ο Άγιος Πάπας Μάρτιν, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής και πολλοί Ορθόδοξοι.

Οι άγιοι της Εκκλησίας μας προτίμησαν να σταθούν στην Αλήθεια παρά να χάσουν τη ζωή τους, επειδή καταλάβαιναν ότι συμβιβασμός με ψέμα, που συνίσταται στην αίρεση, θα οδηγούσε στην απώλεια της χάρης και στον πνευματικό θάνατο. Και αν νωρίτερα τέτοιος συμβιβασμός επιβαλλόταν από το εξωτερικό, πιο συχνά από την κρατική εξουσία, σήμερα γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων οικουμενικών διαδικασιών μέσα στην Αγία Εκκλησία ή σε άλλες ομολογίες, υποκινητές των οποίων είναι ιεράρχες και θεολόγοι που χτίζουν τις ιεραποστολικές τους δραστηριότητες σε θεολογικά επιχειρήματα, ξένα στην παράδοση της Εκκλησίας και στις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων.

Προφανώς, αυτό δημιούργησε ορισμένες προϋποθέσεις για τη σύγχρονη κρίση της Ορθοδοξίας, η οποία προκύπτει, πρώτα απ’ όλα, από την παρανόηση της φύσης της Εκκλησίας του Χριστού και την εισαγωγή στην Εκκλησία των κοσμικών μέσων για την επίλυση του προβλήματος της ενότητας, σημείωσε ο Μητροπολίτης Θεόδωρος. – Σε αυτήν την περίπτωση, προτιμάται η εξωτερική ενότητα, που παρέχεται από τις ανθρώπινες προσπάθειες, ενώ η εσωτερική ενότητα είναι το αποτέλεσμα της Θεϊκής δράσης και χάριτος, που δίνει ζωτικότητα σε αυτήν την ενότητα.

Μπορεί η Εκκλησία να εφαρμόσει την οικονομία σε εκείνους που δεν είχαν σκοπό να μετανοήσουν;

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι υποστηρικτές μιας τέτοιας «νέας εκκλησιολογίας» προσπαθούν να εξηγήσουν τη λογική της συλλογιστικής και των ενεργειών τους με την έννοια της οικονομίας, δηλαδή με την επιείκεια. Υπό αυτήν την έννοια, στο όνομα της οικονομίας δικαιολογείται η παραβίαση των κανόνων της Εκκλησίας που εκφράζουν τις διδασκαλίες της προκειμένου να επιφέρει ένα είδος χιμαιρικής ενότητας.

Ωστόσο, οι υποστηρικτές αυτής της άποψης για κάποιο λόγο δεν θέλουν να δουν ότι η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία μόνο σε σχέση με μετανοημένο αμαρτωλό, αλλά όχι σε σχέση με αμετανόητο αποστάτη.

Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία μόνο σε σχέση με μετανοημένο αμαρτωλό, αλλά όχι σε σχέση με αμετανόητο αποστάτη.

Έτσι, στον Κανόνα ΟΔ´ του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου διαβάζουμε: «Ἐὰν μέντοι ἕκαστος τῶν ἐν τοῖς προγεγραμμένοις ἁμαρτήμασι γενομένων σπουδαῖος γένηται ἐξομολογούμενος, ὁ πιστευθεὶς παρὰ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας λύειν καὶ δεσμεῖν, εἰ φιλανθρωπότερος γένοιτο, τὸ ὑπερβάλλον τῆς ἐξομολογήσεως ὁρῶν τοῦ ἡμαρτηκότος, εἰς τό ἐλαττῶσα. τὸν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων, οὐκ ἔσται καταγνώσεως ἄξιος, τῆς ἐν ταῖς Γραφαῖς ἱστορίας γνωριζούσης ἡμῖν, τοὺς μετὰ μείζονος πόνου ἐξομολογουμένους ταχέως τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν καταλαμβάνειν».
 
Ο Ε´ Κανόνας του Γρηγορίου της Νύσσης: «καὶ ἐν τούτῳ τῆς προαιρέσεως τοῦ μετανοοῦντος δοκιμαζομένης, ὥστε, εἰ ἀξιόπιστος γένοιτο ἡ ἐπιστροφή, μὴ πάντως παραφυλαχθῆναι τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν, ἀλλὰ διὰ συντομίας ἀγαγεῖν αὐτὸν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκατάστασιν καὶ εἰς τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίαν».

Όπως μπορείτε να δείτε, η Εκκλησία καθορίζει ότι η αρχή της οικονομίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε σχέση με έναν Χριστιανό που μετανοεί ειλικρινά για τις αμαρτίες του, δείχνει διόρθωση με τη ζωή του και αξίζει να λάβει τη συγχώρεση της Εκκλησίας. Η επιείκεια, ή η αρχή της οικονομίας, είναι δυνατή σε σχέση τόσο με σχισματικούς όσο και με αιρετικούς που γίνονται δεκτοί στην Εκκλησία μέσω διαφορετικών τελετές (υπάρχουν τρεις ιεροτελεστίες υποδοχής των αποστατών της Εκκλησίας μέσω των Μυστηρίων της Βάπτισης, του Ευχελαίου και της Μετάνοιας). Ωστόσο, κάθε τελετή αποδοχής στην Εκκλησία προϋποθέτει απόρριψη λαθών και μετάνοια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αποδεχόμενη αιρετικούς ή σχισματικούς χωρίς εξ νέου βάπτισης και ευχελαίου, η Αγία Εκκλησία πραγματοποιεί την οικονομία, αλλά μόνο μέσω μετάνοιας, που γίνεται ο αγωγός της χάρης της Αγίας Εκκλησίας για τους πεσμένους και χαμένους.

Επομένως, η εφαρμογή της αρχής της οικονομίας για τη δικαιολογία παραβίασης των κανόνων της εκκλησίας δεν αντέχει στην παραμικρή κριτική. Η οικονομία είναι μια αποκλειστικά ενδο-εκκλησιαστική αρχή, μπορεί κανείς να πει μάλιστα ένα μέσο για την εφαρμογή των κανόνων της εκκλησίας. Η αντικατάσταση των κανόνων με την οικονομία σημαίνει αντικατάσταση της ουσίας των πραγμάτων, και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε περισσότερα – σημαίνει να προκαλέσουμε σύγχυση και διαίρεση στην Εκκλησία.

Η οικονομία είναι μια αποκλειστικά ενδο-εκκλησιαστική αρχή, μπορεί κανείς να πει μάλιστα ένα μέσο για την εφαρμογή των κανόνων της εκκλησίας. Η αντικατάσταση των κανόνων με την οικονομία σημαίνει αντικατάσταση της ουσίας των πραγμάτων, και σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να πούμε περισσότερα – σημαίνει να προκαλέσουμε σύγχυση και διαίρεση στην Εκκλησία.

Σε μια προσπάθεια επίτευξης της ενότητας με εκπροσώπους άλλων χριστιανικών ομολογιών, οι σύγχρονοι οικουμενιστές συχνά εικάζουν μια ιδέα όπως η χριστιανική αγάπη. Προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από την αγάπη για να προωθήσουν τις νεωτεριστικές θεωρίες που καταστρέφουν την εσωτερική ενότητα της Ορθοδοξίας.

Ωστόσο, η αγάπη του πλησίον δεν σημαίνει αγάπη στην αμαρτία και το λάθος του πλησίον μου. Ο Κύριος καταδίκαζε την αμαρτία και δεν την ανεχόταν. Επιπλέον, η ευαγγελική αντίληψη αγάπης του πλησίον προϋποθέτει τη χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων για τη διόρθωσή του, είναι και προτροπή, και πεποίθηση, και έκκληση για μετάνοια. Ο Απόστολος Παύλος στη Β´ Επιστολή προς Τιμόθεο γράφει: «κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ» (Β´ Τιμ. 4,2). Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, εξηγώντας αυτό το απόσπασμα από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου, λέει: «Κάθε έλεγχος πλήττει αισθητά τον ελεγχόμενο, τον βασανίζει πολύ, παρουσιάζοντας την ντροπή της αμαρτίας, και μέσω αυτού είναι πολύ ευεργετικό για εκείνον που δεν αισθάνεται τις δικές του πτώσεις, επειδή τον φέρνει σε συνείδηση και αληθινή μετάνοια».
 
Ταυτόχρονα, η Αγία Γραφή λέει ότι η αλήθεια δεν μπορεί να παραμεληθεί, ακόμη και για χάρη της αγάπης: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. 3,10). Σε άλλο σημείο ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «πᾶς ὁ παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει· ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἔχει. εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β’ Ιωά. 1, 9-11). Έτσι, η σωστή διδασκαλία για τον Χριστό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για θρησκευτική επικοινωνία με άλλο άνθρωπο.

Με τη σειρά του, ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει ότι «ο έλεγχος ταιριάζει τόσο σε αυτόν που αποκλίνει σε διαφωνία (δογματική, – Μητρ. Θεόδωρος), όσο και σε αυτόν που παραβιάζει τις εντολές. Ο έλεγχος έχει ως σκοπό να αποκαλύψει στο ένα την μη ορθότητα σκέψεων και στο άλλο – την μη ορθότητα συμπεριφοράς, τόσο τον έναν όσο και τον άλλον να φέρουν στη συνειδητοποίηση της ενοχής και να τους ξυπνήσει την επιθυμία για διόρθωση. Απαιτεί ισχυρή καρδιά για να μην ντρέπονται το πρόσωπο».

Από αυτά τα λόγια βλέπουμε ότι ο αληθινός στόχος της χριστιανικής αντίληψης της αγάπης για τον πλησίον μας είναι η διόρθωση της αμαρτίας, είτε είναι ηθική είτε δογματική. Ταυτόχρονα, η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να προσφύγει σε τιμωρία. Αλλά και πάλι, υπογραμμίζουμε, ότι το κάνει αυτό από αγάπη, με μοναδικό σκοπό τη διόρθωση του αμαρτωλού.

Με άλλα λόγια, η αγάπη δεν είναι ο παιδισμός, δεν είναι η αδιαφορία, αλλά, αντίθετα, είναι μια ζωντανή συμμετοχή στη ζωή ανθρώπου, ευχή κάθε είδους καλού για αυτόν, και πάνω απ’ όλα, διόρθωσης για την επίτευξη ενότητας με τον Θεό και τη σωτηρία της ψυχής του. Δεν μπορούμε να μην ονομάσουμε τα πράγματα με το όνομά τους. 

Υπό αυτήν την έννοια, η απουσία έκκλησης για μετάνοια σε σχέση με αιρετικούς και σχισματικούς, καθώς και η απουσία ενδείξεων για τις αυταπάτες τους στην επιθυμία να επιτευχθεί ενότητα μαζί τους μόνο βάσει ψευδών αρχών του ανθρωπισμού, δεν έχει καμία σχέση με τη χριστιανική αντίληψη της αγάπης. Η αγάπη δεν προϋποθέτει ανεκτικότητα και παραμέληση της ζωής στην πίστη και στο Άγιο Πνεύμα. Η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον βασίζεται στην Αλήθεια και χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρχει.

Ο ανθρωπισμός, βασιζόμενος σε αποκλειστικά ανθρώπινη κατανόηση των αξιών, καταδεικνύει την πλήρη παραμέληση της Θείας Αποκάλυψης. Πρέπει να υποτεθεί ότι η εισαγωγή ανθρωπιστικών ιδεών στην Εκκλησία επηρέασε σοβαρά την εμφάνιση της σύγχρονης Πανορθόδοξης κρίσης, η οποία προτείνει ένα λανθασμένο δρόμο προς την ενότητα και φανερώνει την απουσία αληθινής αγάπης και αρμονίας στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Διότι, αντικαθιστώντας τη Θεία Σοφία με ανθρώπινη γνώση που επιβεβαιώνει την ανθρώπινη υπερηφάνεια και αλαζονεία, η ενότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί. Η ενότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της αποδοχής των Θεϊκών διατάξεων και της βοήθειας από ψηλά.

Είναι αδύνατο να επιτύχουμε τη συμφιλίωση με τους μη Ορθόδοξους και τους αποσχισθέντες από την Εκκλησία χωρίς τη μετάνοιά τους και ταυτόχρονα να διατηρούμε άθικτη τη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Είναι αδύνατο να επιτύχουμε τη συμφιλίωση με τους μη Ορθόδοξους και τους αποσχισθέντες από την Εκκλησία χωρίς τη μετάνοιά τους και ταυτόχρονα να διατηρούμε άθικτη τη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Σε προσπάθειες ενοποίησης με αποστάτες, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα εργαλεία, μπορεί να προκύψει η ψευδαίσθηση ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για την εσωτερική ενότητα σε αυτήν την περίπτωση, καθώς είναι αμετάβλητη. Αλλά είναι μια τεράστια αυταπάτη, που μας δείχνει η ιστορία και τα πρόσφατα γεγονότα που σχετίζονται με τη Σύνοδο της Κρήτης, τη χορήγηση αυτοκεφαλίας στην OCU από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, καθώς και τη μη κανονική αναγνώριση αυτής της αυτοκεφαλίας από μεμονωμένους προκαθήμενους των Τοπικών Εκκλησιών.

Η ενότητα, πρώτα απ 'όλα, είναι ενότητα στον Χριστό και με όλη την Εκκλησία, και όχι με κάποιο επιλεγμένο μέρος αυτής. Δεν βασίζεται σε ψευδείς θεολογικές, ανθρωπιστικές, εθνικές απόψεις και προσωπικές προτιμήσεις, αλλά μόνο στον Χριστό. Και οι προσπάθειες στη διαδικασία της ενοποίησης δεν πρέπει να στοχεύουν στην επίτευξη της κυριαρχίας κάποιου έναντι κάποιου, όχι στην απόκτηση εξουσίας στην Εκκλησία, αλλά στην επίτευξη ενότητας στον Χριστό, που προϋποθέτει το να είμαστε στην Αλήθεια και την Αγάπη. Όλοι οι υπόλοιποι δρόμοι είναι καταστροφικοί.

Υπό αυτήν την έννοια, το στήριγμα στο Ευαγγέλιο, στους κανόνες και την πατερική εμπειρία της πνευματικής ζωής πρέπει να γίνουν η βάση της ενότητάς μας, χωρίς αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί. Διαφορετικά, θα συμβεί η αυταπάτη, όταν ο Χριστιανός θα φαντάζεται ότι, με τη δική του ή τη συλλογική εφεύρεση, κάνει κάτι πιο σημαντικό από αυτό που πρέπει να κάνει υπό την καθοδήγηση της Εκκλησίας. Αυτός είναι ένας λανθασμένος δρόμος που προσφέρει ο εχθρός της ανθρώπινης φυλής, είναι ο δρόμος που οδηγεί μακριά από τον Θεό. Έτσι, η εκκλησιαστική ενότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί στον Χριστό, μέσω του Χριστού στη Θεϊκή Του Αλήθεια, και ο δρόμος προς αυτήν βρίσκεται μέσω της πατερικής πίστης και των τη μετάνοια, που γεννούν αρμονία και αγάπη.

Πηγή

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Διαβάστε επίσης