Ιστορία ενός πνευματιστή που έγινε άγιος. Βίος Γέροντος Γερασίμου (Μενάγια)

01 Απριλίου 2020 14:05
657
Η δίψα για θεογνωσία όλο και περισσότερο έλκυε την ψυχή του στη μοναξιά και την προσευχή. Φωτογραφία: поисков.рф Η δίψα για θεογνωσία όλο και περισσότερο έλκυε την ψυχή του στη μοναξιά και την προσευχή. Φωτογραφία: поисков.рф

Η ζωή του πατρός Γερασίμου (Μενάγια) (1881–1957) είναι η απεικόνιση της Ευαγγελικής παραβολής του άσωτου γιου.

Ο κατά κόσμον Σπυρίδων Μενάγιας υπήρξε γόνος πλούσιας οικογένειας της Κέρκυρας. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς και από εκεί πήγε στην Αθήνα. Σπούδασε χημικός στη Ζυρίχη. Δυστυχώς παρασύρθηκε από τον υλισμό, τον αθεϊσμό και τον πνευματισμό. Η χάρη του Θεού όμως δεν τον εγκατέλειψε. Η μελέτη της Αγίας Γραφής, η συνάντησή του με τον Γέροντα Αβιμέλεχ Μικραγιαννανίτη (+1966) και τον Γέροντα Καλλίνικο Κατουνακιώτη (+1930), τα προσκυνήματά του στους Αγίους Τόπους και στο Άγιον Όρος τον μετέστρεψαν. 

Ο Σπυρίδωνας έλαβε την ανώτατη εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Η αρχή του εικοστού αιώνα χαρακτηρίστηκε από έναν ευρύτατο ενθουσιασμό για τις ιδέες του Δαρβίνο και του Haeckel. Η ατμόσφαιρα στο πανεπιστήμιο ήταν τέτοια που, αν ο μαθητής δεν συμφωνούσε ότι ο άνθρωπος προήλθε από μαϊμού, δεν θα λάβει ποτέ καλό βαθμό. Ο Σπυρίδων μοιραζόταν πλήρως τις απόψεις του Δαρβίνου για την προέλευση των ειδών και θεωρούσε τον εαυτό του άθεο. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι να αρχίσει να ενδιαφέρεται για τον πνευματισμό.

Φύση ζωηρή και ανήσυχη, ο νεαρός φοιτητής Μενάγιας, από το χάος της αθεΐας μπλέχτηκε στα δίκτυα του πνευματισμού. Πνευματισμός ίσον δαιμονισμός. Η ανάμειξή του στην εμπειρία του πνευματισμού, όπως έλεγε αργότερα, ήταν οικονομία Θεού, γιατί τον έπεισε ότι υπάρχει ο κόσμος των πνευμάτων, ότι υπάρχει διάβολος και έγινε η αφορμή για την επιστροφή. Μετά την προσχώρησή του στον πνευματισμό, αγόρασε την πρώτη Αγία Γραφή. Κάτω από την στάχτη της αρνήσεως είδε την σπίθα της πίστεως, που χρειάστηκαν χρόνια για να γίνει φλόγα. 

Ο Σπυρίδων μοιραζόταν πλήρως τις απόψεις του Δαρβίνου για την προέλευση των ειδών και θεωρούσε τον εαυτό του άθεο. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι να αρχίσει να ενδιαφέρεται για τον πνευματισμό.

Η τελευταία εντροπή στην ψυχή του έκανε η επίσκεψη στο Άγιον Όρος και στους Αγίους Τόπους. Η χάρη του Θεού άρχισε να καλεί την ψυχή του στην οροσειρά. Ο Σπυρίδων είχε ήδη εργαστεί ως χημικός στην Αίγυπτο και την Αθήνα. Τα επιστημονικά του έργα έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Αργότερα θα αποτελέσουν τη βάση της εφεύρεσης της συνθετικής βενζίνης. Αλλά μια άλλη φωτιά ήδη καίει στην καρδιά του ίδιου του Σπυρίδωνα.

Η δίψα για θεογνωσία όλο και περισσότερο έλκυε την ψυχή του στη μοναξιά και την προσευχή. Φτάνοντας στο Άγιον Όρος, ο Σπυρίδωνας γίνεται αρχάριος με έναν από τους πιο γνωστούς γέροντες-ησυχαστές του Άθω, το μοναχό Καλλίνικο στα Κατουνάκια, που τον δέχθηκε με χαρά στη φτωχική του καλύβη, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Ήταν τότε 39 ετών. 

Την παραμονή της κουράς του τα πονηρά πνεύματα τον χτύπησαν τόσο, που τον άφησαν αναίσθητο. Η απελευθέρωσή του από τον πνευματισμό και η απόφασή του να γίνει μοναχός προκάλεσε τον φθόνο του σατανά. Στην κουρά του έλαβε το όνομα Γεράσιμος. Σ’ όλη του τη ζωή δεν σταμάτησε ο πόλεμος των σκοτεινών δυνάμεων. 

Τα επιστημονικά του έργα έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Αργότερα θα αποτελέσουν τη βάση της εφεύρεσης της συνθετικής βενζίνης.

Έκανε υπομονή, ανέφερε στον πνευματικό του τους πειρασμούς και εκείνος του μάθαινε την τέχνη του πολέμου κατά των παγίδων του εχθρού. Ο π. Γεράσιμος έκανε απόλυτη υπακοή στον Γέροντά του. Στα πρώτα χρόνια της μοναχικής του ζωής τον έστειλε στην Μονή της Λαύρας, που απέχει 4 ώρες από τα Κατουνάκια. Ήταν χειμώνας και είχε ρίξει χιόνι. Λίγο μετά την Κερασιά έπεσε σε χιονοθύελλα και δεν διέκρινε που βρισκόταν. Άρχισε να προσεύχεται ζητώντας κάποια θεία επέμβαση. Σε λίγο φανερώνεται μπροστά του ένα παιδάκι 8 ως 10 ετών. «Έλα να σε βοηθήσω να προσανατολιστείς. Θα πάρεις τον κάτω δρόμο και ύστερα θα βγεις στο μονοπάτι που οδηγεί στην Λαύρα». Ο π. Γεράσιμος ευχαρίστησε, αλλά όταν έκανε μερικά βήματα συνήλθε. «Πού βρέθηκε αυτό το παιδί εδώ μέσα στα χιόνια;» αναρωτήθηκε. Κοίταξε πίσω του αλλά δεν είδε τίποτε. Ούτε ίχνη βημάτων. Το παιδάκι εξαφανίσθηκε. Ήταν άγγελος Κυρίου.

Ήρθε ο καιρός και η ψυχή του μοναχού Καλλίνικου έφυγε στον ουρανό. Ο π. Γεράσιμος θεωρούσε τον Γέροντά του «στόμα Χριστού». Όταν στις 5 Σεπτεμβρίου 1930 κοιμήθηκε έγραψε: «Ο Γέροντάς μου μετά Θεόν ήταν η μόνη παρηγοριά μου στις θλίψεις και τους πειρασμούς. Οι ευχές του με ενθαρρύνουν και με παρηγορούν στην μελλοντική πορεία μου».

Ο πατέρας Γεράσιμος άρχισε να κάνει υπακοή στον γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή, χάρη στον οποίο επέτυχε ακόμη πιο πολύ στην αδιάκοπτη προσευχή. Οι δαίμονες δεν έπαψαν να ενοχλούν τον πατέρα Γεράσιμο, του έκαναν διάφορες επιθέσεις. Αλλά η Μητέρα του Θεού, στην οποία εμπιστεύτηκε την ψυχή του, δεν τον άφησε με το Ωμοφόριό Της. Μια φορά, ενώ έκανε προσευχή στο κελί του, ο γέροντας άκουσε ένα πουλί να κελαηδά πολύ δυνατά και αγωνιωδώς έξω. Αναρωτήθηκε το τι θα μπορούσε να ενοχλήσει τόσο πολύ αυτό το πουλί.

Μόλις σηκώθηκε από την καρέκλα και βγήκε έξω, αμέσως εκεί που καθόταν έπεσε μια μεγάλη πέτρα από το βουνό. Έσπασε τη στέγη του κελιού και συνέτριψε την καρέκλα, στην οποία καθόταν ο γέροντας.

Την παραμονή της κουράς του τα πονηρά πνεύματα τον χτύπησαν τόσο, που τον άφησαν αναίσθητο. Η απελευθέρωσή του από τον πνευματισμό και η απόφασή του να γίνει μοναχός προκάλεσε τον φθόνο του σατανά.

Μαζί με το έργο της προσευχής ο πατέρας Γεράσιμος μεγάλωνε και στην ταπείνωση. Ήταν πάντοτε μαλακός, ευγενής με όλους, κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ από αυτόν ουδεμία κακιά λέξη. Υπήρχαν μοναχοί οι οποίοι, με την υποκίνηση του διαβόλου, είχαν έχθρα μαζί του. Αλλά ο γέροντας Γεράσιμος ήταν σταθερά και πάντα καλός μαζί τους και δεχόταν με ταπείνωση όλο το κακό που του έκαναν.

Το 1940 ξεκίνησε η γερμανική κατοχή του Άθω. Τον γέροντα Γεράσιμο, ως άτομο που γνώριζε τέλεια πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανικής, πήραν ως μεταφραστή. Χάρη στα έργα και τη μεσολάβησή του στους Γερμανούς για τους μοναχούς, κατάφεραν να σωθούν πολλοί κάτοικοι του Αγίου Όρους. Ο γέροντας Γεράσιμος μετέφρασε επίσης το γράμμα της Ιεράς Κοινότητας απευθυνόμενο στο Χίτλερ στα γερμανικά, όπου του ζήτησαν να μην βλάψει το Άγιο Όρος, υπογραμμίζοντας τη μοναδικότητα της μοναστικής ζωής στον Άθω.

Χάρη στα έργα και τη μεσολάβησή του στους Γερμανούς για τους μοναχούς, κατάφεραν να σωθούν πολλοί κάτοικοι του Αγίου Όρους.

Μετά τον πόλεμο ο πατέρας Γεράσιμο συνεχίζει να κουβαλάει το σταυρό του, που όλο και περισσότερο αρχίζει να αποτελείται από ασθένειες.

«Ο πανάγαθος Κύριος επιτρέπει στον πειρασμό να μας δοκιμάζει, φροντίζοντας τις ψυχές μας, γι’ αυτό πρέπει να προσευχηθούμε στον Κύριο να μας χαρίσει υπομονή σε πειρασμούς. Καμία αρετή δεν ευχαριστεί τον Θεό περισσότερο από αυτή όταν κάποιος Τον ευχαριστεί για τις ασθένειές του. Ευλογημένος είναι εκείνος που ο Κύριος θα θεωρήσει άξιος να δοκιμάσει για να σώσει την ψυχή του», – έγραψε ο πατέρας Γεράσιμος σε έναν από τους φίλους του.

Ο γέροντας αισθανόταν ότι ο πόνος του προέρχεται από την αγάπη του Θεού σ’ αυτόν και παρηγορούταν πολύ από αυτό: «Όπως ακριβώς ο χρυσός που ρίχτηκε στη φωτιά καθαρίζεται από τη σκουριά και βγαίνει καθαρός, έτσι κι ο άνθρωπος αν ευχαριστεί τον Θεό σε ασθένεια, απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του».

Από το 1953 κοινοβιάζει στη μονή Αγίου Παύλου. Η παραμονή του εκεί είναι μία συνεχής και εντατική προετοιμασία για το ανεπίστροφο ουράνιο ταξίδι. Αισθάνεται ότι βρίσκεται στη δύση του, ότι πλησιάζει το ηλιοβασίλεμά του. Όσοι τον πλησίαζαν λάβαιναν ειρήνη. Μετελάμβανε συχνά, ως εφόδιο ζωής αιωνίου. Προσευχόταν αδιάλειπτα. Την ευχή του Ιησού είχε αγαπήσει υπερβολικά η μετανοημένη ψυχή του. «Προσευχηθείτε, – δίδασκε ο γέροντας τους μοναχούς, – συνεχώς να λέτε Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν. Αλλά όταν προσεύχεστε, να φροντίζετε να μην είναι μια μηχανική επανάληψη, αλλά να μπαίνει στην καρδιά σαν μαχαίρι».

Αφού μετέλαβε για τελευταία φορά, την παραμονή της εκδημίας του, έκανε τον σταυρό του και αναπαύθηκε μακάρια στις 30.1.1957, εορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών, «των φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος», τα έργα των οποίων μελετούσε και αγαπούσε.

Σε μία επιστολή του έγραφε: «Η γη είναι ο τόπος της υπομονής, είναι ο τόπος των πειρασμών και των θλίψεων. Όλοι δυνάμεθα να είμεθα τελείως ευτυχείς αλλ’ εις μόνον τον ουρανόν, την αιωνίαν αυτήν πατρίδα μας, όπου μας αναμένει η αιωνία ανάπαυσις … Τίποτε δεν είναι περισσότερον ευχάριστον εις τον Θεόν, όσον μία ψυχή η οποία υποφέρει με υπομονήν και ειρήνην, όλους τους σταυρούς της θλίψεως τους οποίους ο ίδιος ο Θεός στέλλει εις αυτήν … Αυτή είναι η επιστήμη των αγίων, να υποφέρουν συνεχώς διά τον Ιησούν Χριστόν, και δι’ αυτού γινόμεθα όλοι εντός ολίγου άγιοι. Εκείνος ο οποίος αγαπά τον Χριστόν επιθυμεί να είναι όπως ήτο εκείνος, δηλαδή πτωχός, υποφέρων και περιφρονούμενος …». Βίωνε όσα έγραφε ο ανυπόκριτος μοναχός.

Ο σπουδαίος Κωστής Μπαστιάς σ’ ένα άρθρο του γι’ αυτόν εύστοχα αναφέρει: «Η αυστηρότητά του δεν ήταν εξωτερική, δεν ήταν συνοφρύωση, αλλά αυστηρότητα εσωτερική, που αφορούσε πρώτα τούτον τον ίδιον κι έπειτα τους άλλους. Πίστευε κατά τρόπο απόλυτο στην αγάπη και τις ιαματικές της επενέργειες. Πίστευε πως όλα συγχωρούνται εκτός από την απουσία της αγάπης … Το εσωτερικό οδοιπορικό της ζωής θυμίζει απροσδόκητο φως που ξεπετιέται μέσα στο πυκνότερο σκοτάδι. Όταν συζητούσε για την ανθρώπινη τελειότητα, επικαλούνταν πάντα τη φράση του άγιου Μαξίμου για τον τέλειο άνθρωπο• “Τέλειός έστιν ο τοις εκουσίοις, δι’ εγκρατείας μαχόμενος και τοις ακουσίοις δι’ υπομονής εγκαρτερών”».

Εάν παρατηρήσετε κάποιο σφάλμα, επιλέξτε το απαιτούμενο κείμενο και πατήστε Ctrl+Enter ή Υποβολή σφάλματος για να το αναφέρετε στους συντάκτες.
Διαβάστε επίσης